προαγωγός

προαγωγός
ο
αυτός που παρακινεί σε πορνεία, εκμαυλιστής, μαστροπός, ρουφιάνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαγωγός — leading on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγός — ο, η / προαγωγός ΝΑ [προάγω] αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην πορνεία, μαστροπός, εκμαυλιστής αρχ. ως επίθ. 1. αυτός που οδηγεί κάπου («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.) 2. (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει κάτι, ο χορηγός 3 …   Dictionary of Greek

  • προαγωγοῖς — προαγωγός leading on masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγοί — προαγωγός leading on masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγοῦ — προαγωγός leading on masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγούς — προαγωγός leading on masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγῷ — προαγωγός leading on masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγόν — προαγωγός leading on masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγέας — ο / προαγωγεύς, έως, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. νέο ειδικό κέντρο τού οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους μσν. αρχ. αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός αρχ. 1. (για τον θεό) ο δημιουργός 2. συλλέκτης χρηματικών… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”